Διδυμαῖον

Διδυμαῖος

διδυμάνωρ
Διδυμαῖος, ου () [ῐῠ] de Didymes, ép. d’Apollon, Nic. (Ath. 477b) ; DL. 1, 1.
Étym. Δίδυμα.