διδυμάων

Διδυμεύς

διδυμεύω
Διδυμεύς, έως () [ῐῠ] de Didymes, ép. d’Apollon, Orph. H. 33, 7 ||
E Voc. -εῦ, Orph. l. c. Acc. -ῆ, Scymn.
Étym. Δίδυμα.