Διονύσιον

Διονυσιοπηγανόδωρος

Διονύσιος
Διονυσιο·πηγανό·δωρος, ου () [ῐῡῐο] Dionysiopèganodôros, c. à d. marchand de rue, Anth. 11, 17 ; cf. Διονυσιάς.
Étym. Διονύσιος, πήγανον, δῶρον.