Διονυσόδοτος

Διονυσόδωρος

Διονυσοκόλακες
Διονυσό·δωρος, ου () [ῐῡ] Dionysodôros, h. Xén. Mem. 3, 1 ; Plat. Euthyd. 273a, etc.
Étym. Διόνυσος, δῶρον.