Διόνυσος

Διονυσοφάνης

διοξειῶν
Διονυσο·φάνης, ους () [ῐῡᾰ] Dionysophanès, h. Hdt. 9, 84 ; Lgs 4, 13, etc.
Étym. Διόνυσος, φαίνω.