Διόφαντος

Διοφῶν

διοχετεία
Διο·φῶν () Diophôn, h. Sim. Epigr. fr. 153 ; Anth. 11, 195 ||
E Voc. Διοφῶν, Anth. 12, 175.
Étym. Διός, φάος.