δίπυρος

Διρκαῖος

Δίρκη
Διρκαῖος, α, ον, de Dirkè, Pd. P. 9, 153 ; Eschl. Sept. 309 ; Soph. Ant. 105, 844 ; Eur. Suppl. 637, etc.
Étym. Δίρκη.