διυλιστός

Δίυλλος

διυπνίζω
Δίυλλος, ου () Diyllos, h. Plut. Herod. mal. 26 ; au plur. Δίυλλοι, Plut. Glor. Ath. 1 (ms. Δίυλοι) des hommes comme Diyllos.