δολιόμητις

Δολίονες

Δολιόνιος
Δολίονες, ων (οἱ) [] les Doliones, pple de Mysie, A. Rh. 1, 947, 952, etc. ; Str. 575 ||
E Dat. pl. -ίοσιν, A. Rh. 1, 1018.