Δολίονες

Δολιόνιος

δολιοπλόκος
Δολιόνιος, α, ον, des Doliones, A. Rh. 1, 1029, 1070 ; ἡ Δολιονίη (ion.) s. e. χώρη, A. Rh. 2, 765, le pays des Doliones.
Étym. Δολίονες.