δρομοκῆρυξ

Δρομοκλείδης

δρομόναρχος
Δρομοκλείδης () Dromokleidès, h. Plut. Demetr. 13 et 34.
Étym. patr. de *Δρομοκλῆς, de δρόμος, κλέος.