Δρομιχαίτης

δρομοκῆρυξ

Δρομοκλείδης
δρομο·κῆρυξ, υκος () [ῡκ] courrier, Eschn. F. leg. § 130 Baiter-Sauppe ; DC. 78, 35 ; Polyen 5, 27.
Étym. δρόμος, κῆρυξ.