Δρυάς

Δρύας

δρυαχαρνεύς
Δρύας, αντος () [] Dryas :
1 Lapithe, Il. 1, 263 ; Hés. Sc. 179 ||
2 autres, Il. 6, 130 ; Soph. Ant. 955, etc.
Étym. δρῦς.