Δρύας

δρυαχαρνεύς

δρυηκόπος
δρυ·αχαρνεύς () [ῠᾰχ] seul. voc. -εῦ, Acharne des bois, c. à d. rustre d’Acharne, As. (Suid.).
Étym. δρῦς, Ἀχαρνεύς.