δυσέλεγκτος

Δυσελένα

δυσέλικτος
Δυσ·ελένα, ας () [ῠᾱ] dor. funeste Hélène, Eur. Or. 1388, I.A. 1316.
Étym. δ. Ἑλένη ; cf. Δύσπαρις.