Δηϊάρης

Δηϊδάμεια

Δηϊκόων
Δηϊ·δάμεια, ας () [ῐδᾰ] Dèïdameia, f. Bion 2, 22 ; Q. Sm. 7, 184 ; Plut. Thes. 30 ; etc. ||
E Ion. -είη, Q. Sm. 7, 249.
Étym. δήϊος, δάμνημι.