Δηϊδάμεια

Δηϊκόων

Δηϊλέων
Δηϊ·κόων, ωντος () [] Dèïkoôn, h. Il. 5, 534 (*δηΐς = δαΐς 2 et *κάω = κτείνω, litt. celui qui tue en frappant).