δηλωτός

Δημάγητος

Δημαγόρας
Δημ·άγητος, dor. Δαμ·άγητος, ου () [ᾱᾱ] Dèmagètos ou Damagètos, h. Pd. O. 7, 33 ; Dém. Eschn. etc.
Étym. δῆμος, ἡγέομαι.