Δημάγητος

Δημαγόρας

δημαγωγέω-ῶ
Δημ·αγόρας () Dèmagoras, h. DH. 1, 72 ; etc. ||
E Dor. Δαμ- [] Plut. Luc. 3 ; Anth. 11, 334, etc.
Étym. δῆμος, ἀγορά.