Δωδώνηθε

Δωδωνίς

δώῃ
Δωδωνίς, ίδος, adj. f. de Dodone (chêne, prêtresse, etc.) Hdt. 2, 53 ; Apd. 1, 9, 16 ; αἱ Δωδωνίδες, Plut. Lys. 25, Phoc. 28, les prêtresses de Dodone.
Étym. Δωδώνη.