ἐχεκόλλως

Ἐχεκράτης

Ἐχεκρατίδης
Ἐχε·κράτης, ους () Ekhékratès, h. Hdt. 5, 92 ; Plat. Phæd. 57a, Ep. 358b ||
E Voc. Ἐχέκρατες, Plat. Ep. 358b ; acc. Ἐχεκράτην, DS. 16, 26.
Étym. ἔχω, κράτος.