ἐκτμητέον

Ἐκτοδιώκτης

ἔκτοθεν
Ἐκτο·διώκτης, ου () Pourchasseur (de dîners) au dehors, n. com. de parasite, Alciphr. 3, 5.
Étym. ἐκτός, διώκω.