ἐλαφηϐόλος

Ἐλαφιαία

ἐλαφικόν
Ἐλαφιαία, ας () [λᾰ] qui chasse les cerfs, chasseresse (Artémis) Paus. 6, 22, 10 et 11.
Étym. ἔλαφος.