Ἐλευθεροκίλικες

Ἐλευθερολάκονες

ἐλευθερόπαις
Ἐλευθερο·λάκονες, ων (οἱ) [] populations indépendantes de Laconie, sous les Romains, Str. 366.
Étym. ἐλεύθερος, Λάκων.