ἐλευθερόγλωσσος

Ἐλευθεροκίλικες

Ἐλευθερολάκονες
Ἐλευθερο·κίλικες, ων (οἱ) [κῐ] habitants de la Cilicie indépendante, DS. 3, 55 ; Cic. Att. 5, 20 ; Fam. 15, 4.
Étym. Ἐλευθέρα Κιλικία.