Ἐμπεδόκλειος

Ἐμπεδοκλῆς

ἐμπεδόκυκλος
Ἐμπεδο·κλῆς, έους () Empédocle, philosophe pythagoricien, Plat. Theæt. 152e ; Arstt. Cæl. 2, 13, etc. ||
E Voc. Ἐμπεδόκλεις, DL. 8, 2 ; acc. Ἐμπεδοκλέα, poét. -ῆα, Anth. 7, 124 (ἔμπεδος 1, κλέος).