ἐμπεδόκαρπος

Ἐμπεδόκλειος

Ἐμπεδοκλῆς
Ἐμπεδόκλειος, ος, ον, d’Empédocle, Gal. 1, 268 ; Héraclite gramm. All. Hom. p. 494.
Étym. Ἐμπεδοκλῆς.