ἐπικυδαίνομαι

Ἐπικυδείδης

ἐπικυδεστέρως
Ἐπικυδείδης, ου, voc. () Épikydeidès, h. Oracl. (Hdt. 6, 86).
Étym. patr. d’Ἐπικύδης, cf. Ἐπικυδίδας.