ἐπιτελής

Ἐπιτελίδης

ἐπιτέλλω
Ἐπιτελίδης, ου () Épitélidès, h. DH. 4, 1 ||
E Dor. Ἐπιτελίδας, Thc. 4, 132.
Étym. ἐπιτελής.