ἐρεϐινθιαῖος

Ἐρεϐινθολέων

ἐρέϐινθος
Ἐρεϐινθ·ολέων () Fléau-des-pois-chiches, n. d’un parasite, Alciphr. 1, 23.
Étym. ἐρέϐινθος, ὄλλυμι.