Ἐρύκη

Ἐρυκῖνος

Ἐρύκιος
Ἐρυκῖνος, η, ον [] du mt Éryx, Hdt. 5, 45 ; subst. ἡ Ἐρυκίνη (s. e. χώρα) le territoire d’Éryx, Plut. Mar. 40.
Étym. Ἔρυξ.