ἐρυκάνω

Ἐρύκη

Ἐρυκῖνος
Ἐρύκη, seul. dor. Ἐρύκα, ας () [] c. Ἔρυξ, Thcr. Idyl. 15, 100.
Étym. acc. Ἐρύκαν, vulg. Ἔρυκα.