Ἐτέοκλος

Ἐτεόκρητες

ἐτεόκριθος
Ἐτεό·κρητες, ων (οἱ) Étéocrétois, tribu pélasgique de Crète, Od. 19, 176.
Étym. ἐτεός, Κρής.