Ἐτεόκρητες

ἐτεόκριθος

Ἐτεόνικος
ἐτεό·κριθος, ου () [] vraie orge, c. à d. de bonne qualité, Th. C.P. 3, 22, 2.
Étym. ἐτεός, κριθή.