ἐτυμόθροος

Ἐτυμοκλῆς

ἐτυμολογέω-ῶ
Ἐτυμο·κλῆς, έους () [] Étymoklès, h. Xén. Hell. 5, 4, 32 ; 6, 5, 33 ; Plut. Ages. 25.
Étym. ἔ. κλέος.