Ἐτυμοκλῆς

ἐτυμολογέω-ῶ

ἐτυμολογητέον
ἐτυμολογέω-ῶ [] donner une étymologie, Str. 1, 2, 34 ; 8, 3, 31 ; 10, 3, 8 ; 13, 1, 52 Kram.
Étym. ἐτυμολόγος.