εὐδαιμονία

Εὐδαιμονίδας

εὐδαιμονίζω
Εὐδαιμονίδας, ου () Eudæmonidas, Plut. Reg. apophth. vo Εὐδαιμονίδας.
Étym. patr. d’Εὐδαίμων.