εὐκαμπής

Εὐκαμπίδας

εὔκαμπτος
Εὐκαμπίδας, ου () [δᾱ] Eukampidas, h. Dém. 324, 9 ; Pol. 17, 14, 2 et 12.
Étym. εὐκαμπής.