Εὐκαμπίδας

εὔκαμπτος

εὐκαμπῶς
εὔ·καμπτος, ος, ον, facile à courber, flexible, Hpc. Art. 826 ; Arstt. P.A. 4, 11, 17.
Étym. εὖ, κάμπτω.