εὐκρασία

Εὐκράτης

Εὐκρατίδης
Εὐ·κράτης, ους, acc. -ην () Eukratès, h. Thc. 3, 41 ; Ar. Lys. 103, Eq. 254, etc. ||
E Voc. Εὔκρατες, Luc. Philops. 24 ; gén. épq. Εὐκράτεω, Anth. 7, 416.
Étym. εὖ, κράτος.