εὐριπιδαριστοφανίζω

Εὐριπίδειος

Εὐριπίδης
Εὐριπίδειος, α, ον [ῑῐ] d’Euripide, Plat. Theæt. 154d, etc. ; τὸ Εὐριπίδειον (s. e. μέτρον) le mètre d’Euripide, sorte de vers asynartète, Héph. 15, 19, 20.
Étym. Εὐριπίδης.