Εὔριος

εὐριπιδαριστοφανίζω

Εὐριπίδειος
εὐριπιδ·αριστοφανίζω [ῑῐᾰᾰ] parler comme Aristophane parodiant Euripide, Crat. fr. 155.
Étym. Εὐριπίδης, Ἀριστοφάνης.