εὐρύαλος

Εὐρύαλος

εὐρυάλως
Εὐρύ·αλος, ου () [] Euryalos, h. Il. 2, 565, etc. ; Q. Sm. 4, 473, etc. ||
E Gén. épq. -οιο, Q. Sm. 11, 118.
Étym. cf. le préc.