Εὐρύαλος

εὐρυάλως

Εὐρυάμπιος
εὐρυ·άλως, gén. ωος (ὁ, ἡ) [] c. εὐρύαλος, Nonn. D. 4, 409.
Étym. εὐρύς, ἅλως.