Εὐρυϐατεύομαι

Εὐρυϐάτης

εὐρύϐατος
Εὐρυ·ϐάτης, ου () [ῠᾰ] Eurybatès, h. Il. 1, 320 ; Hdt. 6, 92 ; 9, 75.
Étym. cf. le suiv.