εὐρύζυγος

Εὐρύηλος

εὐρυθέμεθλος
Εὐρύ·ηλος, ου () [] Euryèlos (auj. Belvedere) colline fortifiée près de Syracuse, Thc. 6, 97 ; 7, 2 et 43.
Étym. εὐ. ἦλος.