γελώοντες

Γελῷος

γέλως
Γελῷος ou Γελῶος () adj. m. d’où plur. Γελῷοι ou Γελῶοι (οἱ) les habitants de Géla, Hdt. 7, 153, etc. ; Thc. 6, 4, etc. ||
E Γελῶος, Anth. 9, 96 ; Polyen 5, 6.
Étym. Γέλα.