γλάνις

Γλάνις

γλάνος
Γλάνις () [] Glanis :
1 n. d’h. Ar. Eq. 1035 (voc. Γλάνι) ; 1004, 1097 (gén. Γλάνιδος) ||
2 fl. de Campanie, Lyc. 718 ; DH. etc.