Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
γλαυκίσκος
Γλαυκοθέα
γλαυκόμματος
Γλαυκο·θέα,
ας
(
ἡ
) Glaukothéa,
mère d’Eschine,
Dém.
270, 24 ;
320, 15
.
Étym.
γλαυκός, θεά
.