Γλαυκοθέα

γλαυκόμματος

Γλαυκονόμη
γλαυκ·όμματος, ος, ον [] aux yeux bleus, Plat. Phædr. 253e ; Epigr. (Plut. Cato ma. 1) ; Anth. App. 309 (γλαυκός 2, ὄμμα).